-
1 κατα-συ-βωτέω
κατα-συ-βωτέω, wie ein Schwein mästen, τὴν ψυχὴν ταῖς τοῦ σώματος ἡδοναῖς Plut. non viv. posse sec. Epic. 14.
1 κατα-συ-βωτέω
κατα-συ-βωτέω, wie ein Schwein mästen, τὴν ψυχὴν ταῖς τοῦ σώματος ἡδοναῖς Plut. non viv. posse sec. Epic. 14.